ντερέμπεης
(ουσ. αρσ.)
ντερέbεης
[deˈrebejs]
Αξ., Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. derebey = α) τοπικός άρχοντας β) αυταρχικός άνθρωπος.
Αυταρχικός και αυθαίρετος άνθρωπος
Αξ.