ντερέμπεης
(ουσ. αρσ.)
ντερέbεης
[deˈrebejs]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. derebey = α) τοπικός άρχοντας β) αυταρχικός άνθρωπος.
1. Αρχηγός, τιμαριούχος
Σινασσ.
2. Αυταρχικός και αυθαίρετος άνθρωπος
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025