ντεμίρκορι
(επίθ.)
ντεμίρκορι
[deˈmirkori]
Σινασσ.
Από το τουρκ. demir kırı = ως χαρακτηρισμός αλόγου, με γκρίζο σώμα.
Γκρίζος
Σινασσ.