ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντεμέκ (σύνδ.) ντεμέκ [deˈmek] Αραβαν., Ουλαγ., Σατ., Σίλ., Φάρασ. τεμέκ͑ι [teˈmekʰi] Φάρασ. τεμέκ͑ [teˈmekʰ] Αφσάρ., Φάρασ. Από το τουρκ. demek (< παλ. τουρκ. tē-) = α) ως ρ., λέω, σημαίνω β) ως σύνδ., δηλαδή.
1. Δηλαδή, πράγμα που σημαίνει : Ντεμέκ ντε να μας μι; (Δηλαδή δεν θα πας;) Ουλαγ. -Κεσ. Xερίφος έντειξε τα ντέκα τ’ τα νταχτσ̑ύλια τ’, ντεμέκ ντέκα ορνί’α (o άνδρας έδειξε τα δέκα του δάχτυλα για να πει δέκα πουλερικά) Αραβαν. -Dawk. Τούτση μι τση Ζαχά μας 'ντάμα ήγτου, ντεμέκ κι τα ντομήνdα έσ̑ειν ντα! (Αυτή με την Ζαχά μας ήταν μαζί, συνομήλικη, δηλαδή τα εβδομήντα (χρόνια της) τα έχει!) Σίλ. -Καρίπ. Καθούσανdε σο πόστι πάνω σο πάτωμα· τεμέκ νε πάτωμα; Χώμα πατημένο τζαι α ασίρι (Καθότανε (σταυροπόδι) πάνω στην προβιά στο πάτωμα· δηλαδή τι πάτωμα; Χώμα πατημένο που είχε στρωμένη μιά ψάθα) Σατ. -Παπαδ. Συνών. γιανί
2. Λοιπόν, συνεπώς Αφσάρ., Σατ., Φάρασ. : Τεμέκ͑, πώ λέτε, ντόστοι; (Λοιπόν, τι λέτε, σύντροφοι;) Φάρασ. -Παπαδ. Τεμέκ͑, μη ’υρεύ’ καοσύνη τσάπου φτένεις κιοτουλούκι (Συνεπώς, μη ζητάς καλοσύνη εκεί όπου έκανες κακό) Φάρασ. -Παπαδ.