ντεμέκ
(σύνδ.)
ντεμέκ
[deˈmek]
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
τεμέκ͑
[teˈmekʰ]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. demek (< παλ. τουρκ. tē-) = α) ως ρ., λέω, σημαίνω β) ως σύνδ., δηλαδή.
1. Δηλαδή, άρα, συνεπώς
ό.π.τ.
:
Ντεμέκ ντε να μας μι;
(Δηλαδή δεν θα πας;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Xερίφος έντειξε τα ντέκα τ’ τα νταχτσ̑ύλια τ’, ντεμέκ ντέκα ορνί’α
(o άνδρας έδειξε τα δέκα του δάχτυλα για να πει δέκα πουλερικά)
Αραβαν.
-Dawk.
Τούτση μι τση Ζαχά μας 'ντάμα ήγτου, ντεμέκ κι τα ντομήνdα έσ̑ειν ντα!
(Αυτή με την Ζαχά μας ήταν μαζί, συνομήλικη, δηλαδή τα εβδομήντα (χρόνια της) τα έχει!)
Σίλ.
-Καρίπ.
Τεμέκ͑, μη ’υρεύ’ καοσύνη τσάπου φτένεις κιοτουλούκι
(Συνεπώς, μη ζητάς καλοσύνη εκεί όπου έκανες κακό)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Καθούσανdε σο πόστι πάνω σο πάτωμα· τεμέκ νε πάτωμα; Χώμα πατημένο τζαι α ασίρι
(Καθότανε (σταυροπόδι) πάνω στην προβιά στο πάτωμα· δηλαδή τι πάτωμα; Χώμα πατημένο που είχε στρωμένη μιά ψάθα)
Σατ.
-Παπαδ.
Συνών.
γιανί
2. Λοιπόν
Αφσάρ., Σατ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Τεμέκ͑, πώ λέτε, ντόστοι;
(Λοιπόν, τι λέτε, σύντροφοι;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ντεμέκ τσα Ελέγκω, ταχύ βράδυ φσ̑άχι σ' εδώ Σινασσό έν'
(Λοιπόν, θειά Ελέγκω, αύριο το βράδυ το παιδί σου θα είναι εδώ στη Σινασσό)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
3. Τάχα, δήθεν, και καλά
Μισθ.
:
Ντεμέκ πγίνεις εμφιαλωμένο λερό, αν δα χαϊβάνια παίνουμ' γοράζουμ' ντου
(Τάχα μου πίνεις εμφιαλωμένο νερό, σαν τα ζώα πηγαίνουμε και το αγοράζουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
4. Για να, με την πρόθεση να
Μισθ.
:
Πήι να ανοίξ' τύρα ντεμέκ να ου φαΐσ'
(Πήγε να ανοίξει την πόρτα για να τον χτυπήσει)
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ξύλο, να μιλήσουμ' κανονικά ελληνικά ντεμέκ να μάχουμ' καλά γράμμαδα
(Ξύλο, να μιλήσουμε κανονικά ελληνικά για να μορφωθούμε σωστά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τσ̑ίπ τα τσ̑οτσ̑ούχα πααίγκαμ' σην εκκλεσία, τεμέκ να πάρουμ' λιάα κόλλυβα
(Όλα τα παιδιά πηγαίναμε στην εκκλησία, για να πάρουμε λίγα κόλλυβα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.