ραδέ
(σύνδ.)
ραδέ
[raˈðe]
Φάρασ.
ραδές
[raˈðes]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από τους συνδ. αρέ και δε, με αποβολή του άτονου αρκτ. φων. και ανομ. [e-e > a-e].
Λοιπόν
:
Είσ' αζγούνι μάστρος ραδέ!
(Είσαι μεγάλος μάστορας λοιπόν!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Μαdέμκι τζ̑ο λες με το 'ληθώτικο, 'του ραδέ 'α πάρω το γιο σου
(Αφού δεν μου λες την αλήθεια, τότε λοιπόν θα πάρω τον γιο σου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
'φότες έν' αούτσι ραδές, 'νοίκ' το ινgλίκι σου!
(Αφού είναι έτσι λοιπόν, άνοιξε την ποδιά σου!)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.