ραφάνι
(ουσ. ουδ.)
ραφάνι
[raˈfani]
Αραβαν.
ροφάνι
[roˈfani]
Φάρασ.
ροφάν'
[roˈfan]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. ῥαφάνιον, υποκορ. του αρχ. ῥάφανος.
Ρεπάνι
ό.π.τ.
:
Κάνκαμε κρασί, καρύδε, ροφάνε
(κάναμε κρασί, καρύδια, ρεπάνια)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
΄γοράζαμ’ κρομμύα, ροφάνια, πεντζάρια
(Αγοράζαμε κρεμμύδια, ραπάνια, παντζάρια)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ251