ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ραχατλαντίζω (ρ.) ραχατ͑λαντίζω [axatʰla'dizo] Φάρασ. ιραχατ͑λαντίζω [iraxatʰla'dizo] Αφσάρ., Μαλακ. γιραχατλανdίζου [ʝiraxatlanˈdizu] Μισθ. ραχατλανdώ [raxatlanˈdo] Σίλ. ιραχατλανdού [iraxtlanˈdu] Ουλαγ. ιρεχατλανdώ [irexatlanˈdo] Φάρασ. Από τον αόρ. rahatladı του τουρκ. ρ. rahatlamak = ξεκουράζομαι, ηρεμώ και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Ησυχάζω, ηρεμώ ό.π.τ. : Κι τότι καργιά του ραχατλανdά (και τότε η καρδιά του ηρεμεί) Σίλ. -Dawk.
2. Ξεκουράζομαι, αναπαύομαι Μισθ. : 'σ' το σπίτι μου πασχά τζ̑ο πορώ να ιρεχατλαντήσω (Αλλού από το σπίτι μου δεν μπορώ να ξεκουραστώ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αναπαύω