ραχατλαντίζω
(ρ.)
ραχατ͑λαντίζω
[axatʰla'dizo]
Φάρασ.
ιραχατ͑λαντίζω
[iraxatʰla'dizo]
Αφσάρ., Μαλακ.
γιραχατλανdίζου
[ʝiraxatlanˈdizu]
Μισθ.
ραχατλανdώ
[raxatlanˈdo]
Σίλ.
ιραχατλανdού
[iraxtlanˈdu]
Ουλαγ.
ιρεχατλανdώ
[irexatlanˈdo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. rahatladı του τουρκ. ρ. rahatlamak = ξεκουράζομαι, ηρεμώ και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Ησυχάζω, ηρεμώ
ό.π.τ.
:
Κι τότι καργιά του ραχατλανdά
(και τότε η καρδιά του ηρεμεί)
Σίλ.
-Dawk.
2. Ξεκουράζομαι, αναπαύομαι
Μισθ.
:
'σ' το σπίτι μου πασχά τζ̑ο πορώ να ιρεχατλαντήσω
(Αλλού από το σπίτι μου δεν μπορώ να ξεκουραστώ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αναπαύω