ραχατλαντίζω
(ρ.)
ραχατ͑λαdίζω
[raxatʰla'dizo]
Φάρασ.
ιραχατλαdίζω
[iraxatla'dizo]
Τροχ.
ιραχατ͑λαdίζω
[iraxatʰla'dizo]
Αφσάρ., Μαλακ.
γιραχατλανdίζου
[ʝiraxatlanˈdizu]
Μισθ.
ραχατλανdώ
[raxatlanˈdo]
Σίλ.
ιραχατλανdού
[iraxtlanˈdu]
Ουλαγ.
ιρεχατλανdώ
[irexatlanˈdo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. rahatladı του τουρκ. ρ. rahatlamak = ξεκουράζομαι, ηρεμώ και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Ησυχάζω, ηρεμώ
ό.π.τ.
:
Κι τότι καργιά του ραχατλανdά
(και τότε η καρδιά του ηρεμεί)
Σίλ.
-Dawk.
Nα ιραχατλαdίσ̑’ ψ̑υή τ’
(Να ηρεμήσει η ψυχή του)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Αντίθ
λυσσιάζω, Συνών.
στρώνω :2, χουζουρεύω
2. Ξεκουράζομαι, αναπαύομαι
Μισθ.
:
'σ' το σπίτι μου πασχά τζ̑ο πορώ να ιρεχατλανdήσω
(Αλλού από το σπίτι μου δεν μπορώ να ξεκουραστώ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αναπαύω
Τροποποιήθηκε: 12/05/2025