ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιορουλντίζω (ρ.) γιορουλντίζω [ʝorulˈdizo] Τσαρικ., Φλογ. γιορουλτίζω [ʝorulˈtizo] Μαλακ. γιορουλντίζου [ʝorulˈdizu] Μισθ. γιορουλντούζω [ʝorulˈduzo] Αραβαν. γιορουλντώ [ʝorulˈdo] Φλογ. γιορουλντού [ʝorulˈdu] Ουλαγ. γιουρουλντώ [ʝurulˈdo] Αξ. γιουρουντώ [ʝuruˈdo] Αξ. Παρατατ. γιουρούλντεινα [ʝuˈruldina] Αξ. γιουρούλd'ζα [ʝuˈruldza] Αξ. Αόρ. γιορούλτ'σα [ʝoˈrultsa] Μισθ. γιουρούτ'σα [ʝuˈrutsa] Αξ. Παθ. Μτχ. γιορουλντημένου [ʝoruldiˈmenu] Μισθ. γιορουλντημένο [ʝoruldiˈmeno] Τροχ. Από το τουρκ. ρ. yorulmak = κουράζομαι.
Κουράζομαι ό.π.τ. : Γιορούλντ’σα και «Οφ» είπα (Κουράστηκα και είπα: «Ούφ») Φλογ. -ΚΜΣ-CD Τσιφτσής ντου μουχώπουρου αψά γιορουλντίζ’ (Ο αγρότης το φθινόπωρο κουράζεται γρήγορα ) Μισθ. -Κοτσαν. Μποσουνά με γιορουλντάτ' (Άδικα μην κουράζεστε) Ουλαγ. -Κεσ. Σ̑άν' το γιορουλντημένο (Παριστάνει τον κουρασμένο) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Ασμ. Πήα, πήα, γιορούλτ'σα, στράδα μακριά.
Γιορούλτ'σαν τα γόνατά μ', κακίτσα μ'
((Πήγα, πήγα, κουράστηκα, δρόμο μακρύ.
Κουράστηκαν τα γόνατά μου, γιαγιάκα μου)
(γαμήλιο άσμ.))
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Συνών. πεστανίσκω, Αντίθ αναπαύω :2, ντιγκλεντίζω, ραχατλαντίζω
Τροποποιήθηκε: 08/07/2025