γιουβαρλαντίζω
(ρ.)
γιουβαρλαντίζου
[ʝuvarlaˈdizu]
Μισθ.
γιουβαρλατίζου
[ʝuvarlaˈtizu]
Φάρασ.
γιουβαρλαdώ
[ʝuvarlaˈdo]
Σίλ., Φλογ.
Από το νεότ. γιουβαρλαδίζω (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 28.1.113 «εἶχαν ἕτοιμα τὰ ἀναγκαῖα […] διὰ νὰ τὰ ἔχουν μετερίζι καὶ γιουβαρλαδίζοντάς τα νὰ πηγαίνουν ἕως εἰς τὸ κάστρον»), το οπ. το τουρκ. ρ. yuvarlamak = κυλάω.
1. Κυλώ κάτι
Φλογ.
:
Μαίνισ̑καν σα καταφύδια, γιουβαρλάνταναν εκεί το μέγα το πέτρα
(Έμπαιναν στα υπόγεια καταφύγια, κύλαγαν εκεί την μεγάλη πέτρα, ενν. για να κλείσει η είσοδος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
κατρακυλώ :1, κυλώ
2. Κυλιέμαι, κουτρουβαλώ
Μισθ.
:
Ντώκα κάτου, γιουβαρλάντζισα, πάλ' καλά και ρε σκοτώσ'κα
(Έπεσα κάτω, κουτρουβαλιάστηκα, πάλι καλά που δεν σκοτώθηκα)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.
Γιουβαρλαντίζου απέσ' σα τσαbούρια
(Κυλιέμαι μέσα στις λάσπες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γιαγνατίζω
4. Ισοπεδώνω τον πηλό στο δώμα
Σίλ.
:
Γιουβαρλάτσ̑ισαμ’ ντούμα μας
(Πατήσαμε το χώμα στο δώμα μας)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
κυλιντρώνω