γιουβαρλαντίζω
(ρ.)
γιουβαρλαdίζου
[ʝuvarlaˈdizu]
Μισθ.
γιουβαρλατίζου
[ʝuvarlaˈtizu]
Φάρασ.
γιουβαρλαdώ
[ʝuvarlaˈdo]
Σίλ., Φλογ.
Παρατατ.
γιουβαρλάdανα
[ʝuvarˈladana]
Φλογ.
Αόρ.
γιουβαρλάτζησα
[ʝuvarˈladzisa]
Σίλ.
γιουβαρλάτσ̑ησα
[ʝuvarˈlatʃisa]
Σίλ.
γιουβαρλάτ'σ̑α
[ʝuvarˈlatʃa]
Αξ., Σίλ.
γι̂βαρλάντ'σα
[ɣɯvarˈlantsa]
Τροχ.
Από το νεότ. γιουβαρλαδίζω (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 28.1.113 «εἶχαν ἕτοιμα τὰ ἀναγκαῖα […] διὰ νὰ τὰ ἔχουν μετερίζι καὶ γιουβαρλαδίζοντάς τα νὰ πηγαίνουν ἕως εἰς τὸ κάστρον»), το οπ. το τουρκ. ρ. yuvarlamak = κυλάω.
β.
Ρίχνω κάποιον κάτω
Αξ.
:
Γιουβαρλάτ’σ̑α το, επειδή ντίστιζαμ’ πολύ
(Τον έριξα κάτω, επειδή μαλώναμε πολύ
)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1556
2. Κυλιέμαι, κουτρουβαλώ
Μισθ.
:
Ντώκα κάτου, γιουβαρλάτζησα, πάλ’ καλά και ρε σκοτώσ'κα
(Έπεσα κάτω, κουτρουβαλιάστηκα, πάλι καλά που δεν σκοτώθηκα)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.
Γιουβαρλαdίζου απέσ' σα τσαbούρια
(Κυλιέμαι μέσα στις λάσπες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γι̂βαρλάντ’σεν, έπεσεν κούπαλλα
(Κυλίστηκε, έπεσε μπρούμυτα)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1556
Συνών.
γιαγνατίζω
4. Ισοπεδώνω τον πηλό στο δώμα
Σίλ.
:
Γιουβαρλάτσ̑ησαμ’ ντούμα μας
(Πατήσαμε το χώμα στο δώμα μας)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
κυλιντρώνω
Τροποποιήθηκε: 20/03/2025