ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιουβαρλαντίζω (ρ.) γιουβαρλαdίζου [ʝuvarlaˈdizu] Μισθ. γιουβαρλατίζου [ʝuvarlaˈtizu] Φάρασ. γιουβαρλαdώ [ʝuvarlaˈdo] Σίλ., Φλογ. Παρατατ. γιουβαρλάdανα [ʝuvarˈladana] Φλογ. Αόρ. γιουβαρλάτζησα [ʝuvarˈladzisa] Σίλ. γιουβαρλάτσ̑ησα [ʝuvarˈlatʃisa] Σίλ. γιουβαρλάτ'σ̑α [ʝuvarˈlatʃa] Αξ., Σίλ. γι̂βαρλάντ'σα [ɣɯvarˈlantsa] Τροχ. Από το νεότ. γιουβαρλαδίζω (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 28.1.113 «εἶχαν ἕτοιμα τὰ ἀναγκαῖα […] διὰ νὰ τὰ ἔχουν μετερίζι καὶ γιουβαρλαδίζοντάς τα νὰ πηγαίνουν ἕως εἰς τὸ κάστρον»), το οπ. το τουρκ. ρ. yuvarlamak = κυλάω.
1. Μτβ., κυλώ Φλογ. : Μαίνισ̑καν σα καταφύδια, γιουβαρλάdαναν εκεί το μέγα το πέτρα (Έμπαιναν στα υπόγεια καταφύγια, κύλαγαν εκεί την μεγάλη πέτρα, ενν. για να κλείσει η είσοδος) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. κατρακυλώ, κυλώ
β. Ρίχνω κάποιον κάτω Αξ. : Γιουβαρλάτ’σ̑α το, επειδή ντίστιζαμ’ πολύ (Τον έριξα κάτω, επειδή μαλώναμε πολύ ) Αξ. -ΙΛΝΕ 1556
2. Κυλιέμαι, κουτρουβαλώ Μισθ. : Ντώκα κάτου, γιουβαρλάτζησα, πάλ’ καλά και ρε σκοτώσ'κα (Έπεσα κάτω, κουτρουβαλιάστηκα, πάλι καλά που δεν σκοτώθηκα) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ. Γιουβαρλαdίζου απέσ' σα τσαbούρια (Κυλιέμαι μέσα στις λάσπες) Μισθ. -Κοτσαν. Γι̂βαρλάντ’σεν, έπεσεν κούπαλλα (Κυλίστηκε, έπεσε μπρούμυτα) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1556 Συνών. γιαγνατίζω
3. Κάνω κάτι στρογγυλό Φάρασ. Συνών. στρογγυλίζω, τεκερλετίζω :1, τοπαρλατίζω
4. Ισοπεδώνω τον πηλό στο δώμα Σίλ. : Γιουβαρλάτσ̑ησαμ’ ντούμα μας (Πατήσαμε το χώμα στο δώμα μας) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κυλιντρώνω
Τροποποιήθηκε: 20/03/2025