γιουρούκης
(ουσ. αρσ.)
γιουρούκης
[ʝuˈrucis]
Σινασσ.
γιουρούκ'
[ʝuˈruk]
Ουλαγ.
Πληθ.
γιορούκοι
[ʝoˈruci]
Φάρασ.
Από τουρκ. ουσ. yörük (< παλαιότ. τουρκ. yügrük)/ yürük = α) που τρέχει γρήγορα β) νομάς γ) είδος γενίτσαρων δ) διαλεκτ, άξεστος.
2. Στον πληθ., τουρκική νομαδική φυλή ληστών
Φάρασ.
:
Τ’ εμάς 'γοράσκαν πουά τούρτσ̑ικα χωρία τσ̑αι οι Γιορούκοι του βκαίνκαν την άνοιξη σα 'μέτ'ρα τα ρουσ̑ία
(Από μας αγόραζαν πολλά τούρκικα χωριά και οι νομάδες γιουρούκοι που έβγαιναν την άνοιξη στα βουνά μας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πβ.
αβάνης, ντελήμπασης