γιουμουσάχης
(επίθ.)
γιουμουσ̑άχης
[ʝumuˈʃaxis]
Σίλ.
γιουμουσ̑άχ'
[ʝumuˈʃax]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. yumuşak = μαλακός.
Μαλακός, πλαδαρός
:
Πηλός πολύ γιουμουσ̑άχης έ'
(Η λάσπη είναι πολύ πλαδαρή)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Αυτό του ψωμί τρωινόσκαμ' ντα, ρεκαπέdι μέρις γιουμουσ̑άχ' 'του
(Αυτό το ψωμί τρώγαμε, έμενε 15 μέρες μαλακό, δεν ξεραινόταν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
μαλακούτσικος, μαλέζι