ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιουμουσάχης (επίθ.) γιουμουσ̑άχης [ʝumuˈʃaxis] Σίλ. γιουμουσ̑άχ' [ʝumuˈʃax] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. yumuşak = μαλακός.
Μαλακός, πλαδαρός : Πηλός πολύ γιουμουσ̑άχης έ' (Η λάσπη είναι πολύ πλαδαρή) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Αυτό του ψωμί τρωινόσκαμ' ντα, ρεκαπέdι μέρις γιουμουσ̑άχ' 'του (Αυτό το ψωμί τρώγαμε, έμενε 15 μέρες μαλακό, δεν ξεραινόταν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. μαλακούτσικος, μαλέζι