γιράτσι
(επίθ.)
γ̇ιράτσ̑ι
[ɣiˈratʃi]
Φάρασ.
γι̂ράτσ̑'
[ɣɯˈratʃ]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. kıraç = άγονος.
2. Χέρσα γη
Αξ.
Τροποποιήθηκε: 06/06/2025