γιράτσι
(επίθ.)
γ̇ιράτσ̑ι
[ɣiˈratʃi]
Φάρασ.
γι̂ράτσ̑'
[ɣɯˈratʃ]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. kıraç = άγονος.
Άγονος, ξερός
ό.π.τ.