γιρπτιέω
(ρ.)
γ̇ιρπ͑τ͑ι-έω
[ɣirpʰtʰiˈeo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. kırpmak = κόβω, ψαλιδίζω.
1. Ψαλιδίζω
2. Κουρεύω
Συνών.
κουρεύω :1