γιτζικλαντίζω
(ρ.)
γι̂τζ̑ι̂κλαdι̂́ζω
[ɣɯdʒɯklaˈdɯzο]
Αραβαν.
γι̂τζ̑ι̂κλαΐζου
[ʝɯdʒɯklaˈizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. gıcıklamak = α) ερεθίζω, προκαλώ φαγούρα β) ερεθίζω σεξουαλικά.