γκεβεζελεντίζω
(ρ.)
γκεβεζελενdίζω
[ɟevezelenˈdizo]
Μαλακ., Μισθ.
κεβεζελενdώ
[cevezelenˈdo]
Σινασσ.
Αόρ.
γκεβεζελέντ'σα
[ɟevezeˈlentsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. gevezelenmek (αόρ. gevezelendi) = α) φλυαρώ β) κουτσομπολεύω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Φλυαρώ
ό.π.τ.