ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκεβεζελεντίζω (ρ.) γκεβεζελενdίζω [ɟevezelenˈdizo] Μαλακ., Μισθ. κεβεζελενdώ [cevezelenˈdo] Σινασσ. Αόρ. γκεβεζελέντ'σα [ɟevezeˈlentsa] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. gevezelenmek (αόρ. gevezelendi) = α) φλυαρώ β) κουτσομπολεύω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Φλυαρώ ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 20/03/2025