ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιτλίχι (ουσ. ουδ.) γιτλίχ' [ʝitˈlix] Αραβ., Σινασσ. χουτλούχ [xutˈlux] Μπέηκ. γ̇ιτ͑λι-έχ̇ι [ɣitʰliˈexi] Φάρασ. γ̇ιτ͑λέχ̇ι [ɣitʰˈlexi] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. kıtlık = α) έλλειψη β) λιμός.
Λιμός ό.π.τ. : Έπεσεν γιτλίχ’ κι οι άνθρωποι και τα χαϊβάνια πεινούσανε (Έπεσε λιμός και οι άνθρωποι και τα ζώα πεινούσανε) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ163 Πβ. γιαγκίνι :1, ντοξάν