γιτλίχι
(ουσ. ουδ.)
γιτλίχ'
[ʝitˈlix]
Αραβ., Σινασσ.
χουτλούχ
[xutˈlux]
Μπέηκ.
γ̇ιτ͑λι-έχ̇ι
[ɣitʰliˈexi]
Φάρασ.
γ̇ιτ͑λέχ̇ι
[ɣitʰˈlexi]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. kıtlık = α) έλλειψη β) λιμός.
Λιμός
ό.π.τ.
:
Έπεσεν γιτλίχ’ κι οι άνθρωποι και τα χαϊβάνια πεινούσανε
(Έπεσε λιμός και οι άνθρωποι και τα ζώα πεινούσανε)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Πβ.
γιαγκίνι :1, ντοξάν