ντοξάν
(αριθμ.)
ντοξάν
[doˈksan]
Αξ.
ντοξάνα
[doˈksana]
Τσουχούρ.
τοχσάν
[toxˈsan]
Ποτάμ., Φλογ.
τοχσάνι
[toxˈsani]
Φάρασ.
τοχσάνε
[toxˈsane]
Φκόσ.
τοχσάνα
[toxˈsana]
Φάρασ.
τοχσάνdα
[toxˈsanda]
Φάρασ.
ντοξάντα
[doˈksanda]
Φάρασ.
ντοξούνια
[doˈksuɲa]
Σίλ.
Από το τουρκ. αριθμ. doksan (< παλ. τουρκ. tokson) = ενενήντα, όπου και διαλεκτ. τύπ. dohsan. Ο τύπ. τοχσάνdα αναλογ. προς το αριθμ. σεράντα.
2. O μεγάλος λιμός του ισλαμικού έτους 1290 (=1873)
ό.π.τ.
:
Σο Τοχσάνι έν' το μέγο η κνιπία
(Στα '90 ήταν η μεγαλύτερη ακρίβεια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Tο ξεύρω καλά το τοχσάν· τόσο ένα σεκλέμ άχυρο ένα μετζίτ είχε
(To ξέρω καλά το '90· ένα τόσο ένα τσουβάλι άχυρο είχε ένα μετζίτι)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σαμού ήρτε το τοχσάνι τα πουά οι Βαρασ̑ώτοι πηάγαν σα πασ̑χά τα χωρία
(Όταν ήρθε η πείνα του '90 οι περισσότεροι Φαρασιώτες πήγαν στα άλλα χωριά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ακειού σο τοχσανιού το χρόνο πέθανεν μάνα μ' άνdρα, το πρώτο
(Εκείνη τη χρονιά του '90 πέθανε ο σύζυγος της μητέρας μου, ο πρώτος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812