ντοστιλίκι
τοστλιέχ̇ι
[tost'ʎexi]
Φάρασ.
Από το ουσ. ντόστης, όπου και τύπ. τόστης, και το παραγωγ. επίθμ. -λίκι.
Φιλία
Συνών.
αρκαντασλίκι