ντοστιλίκι
(ουσ. ουδ.)
τοστλιέχ̇ι
[tostliˈexi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. dostluk = φιλία.
Φιλία
Συνών.
αρκαντασλίκι
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025