ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντονατίζω (ρ.) ντονατίζω [donaˈtizo] Φάρασ. ντοναΐζου [donaʹizu] Μισθ. Μτχ. ντονατισμένος [donatiˈzmenos] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. donatmak = α) στολίζω β) εξοπλίζω γ) ντύνω.
1. Στολίζω : Νά 'νι 'σ' σο μόνα το γονάχι δέκα φορέδες καό τζ̑αι ντονατισμένο (Να είναι από το δικό μου παλάτι δέκα φορές πιο καλό και πιο στολισμένο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
2. Τακτοποιώ, σιγυρίζω
3. Προικίζω Μισθ.