ντονατίζω
(ρ.)
ντονατίζω
[donaˈtizo]
Φάρασ.
ντοναΐζου
[donaˈizu]
Μισθ.
Μτχ.
ντονατισμένος
[donatiˈzmenos]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. donatmak = α) στολίζω β) εξοπλίζω γ) ντύνω.
1. Στολίζω
:
Νά 'νι 'σ' σο μόνα το γονάχι δέκα φορέδες καό τζ̑αι ντονατισμένο
(Να είναι από το δικό μου παλάτι δέκα φορές πιο όμορφο και πιο στολισμένο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Τακτοποιώ, συγυρίζω
3. Προικίζω
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025