ντονατίζω
(ρ.)
ντονατίζω
[donaˈtizo]
Φάρασ.
Μτχ.
ντονατισμένος
[donatiˈzmenos]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. donatmak = α) στολίζω β) εξοπλίζω γ) ντύνω.
1. Στολίζω
:
Νά 'νι 'σ' σο μόνα το γονάχι δέκα φορέδες καό τζαι ντονατισμένο
(Να είναι από το δικό μου παλάτι δέκα φορές πιο καλό και πιο στολισμένο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Τακτοποιώ, σιγυρίζω