ντολαστουρντίζω ( ρ.
)
τολασ̑τουρντίζω
[tolaʃturˈdizo]
Φάρασ.
τολασ̑τούρ’σα
[tolaˈʃtursa]
Φάρασ.
...
ντολατίζω
(ρ.)
τολατίζω
[tolaˈtizo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. dolamak (< παλ. τουρκ. tolġa-) = τυλίγω.
Τυλίγω, περιτυλίγω