ντολγούνι
(επίθ.)
ντολγούνι
[dolˈɣuni]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. dolgun = α) γεμιστός, γεμισμένος β) στρουμπουλός γ) σκασμένος από νεύρα.
Στρουμπουλός
:
Πολύ ντολγούνι ένα τέκνους ε
(Είναι ένα πολύ στρουμπουλό παιδί)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6