ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντολγούνι (επίθ.) ντολγούνι [dolˈɣuni] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. dolgun = α) γεμιστός, γεμισμένος β) στρουμπουλός γ) σκασμένος από νεύρα.
Στρουμπουλός : Πολύ ντολγούνι ένα τέκνους ε (Είναι ένα πολύ στρουμπουλό παιδί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6