ντοκουρτζίν
(ουσ. ουδ.)
ντοκουρτζ̑ίν
[dokurˈdʒin]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. docurcun/tokurcun (< παλ. τουρκ. tokurçin = είδος παιχνιδιού παρόμοιου με σκάκι) = α) είδος παιχνιδιού με πέτρες β) είδος ριγέ υφάσματος.
Διπλή ύφανση