ντοκουμά
(ουσ. ουδ.)
ντοκουμά
[dokuˈma]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. dokuma = α) υφαντική τέχνη β) υφαντό.
Χειροποίητο χαλί
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025