ντοκούντημα
(ουσ. ουδ.)
ντοκούτζ̑ημα
[doˈkudʒima]
Σίλ.
Από το ρ. ντοκουντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
'Υφανση, υφαντό