ντοκμές
(ουσ. αρσ.)
ντοκμές
[dokˈmes]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. dökme = έγχυση. Για τον τύπ. πβ. και τουρκ. ρ. dökmek, όπου και διαλεκτ. τύπ. dokmek.
Έγχυση, χύσιμο
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025