ντοκουντίζω
(ρ.)
ντοκουντι̂́ζω
[dokuʹdɯzo]
Αραβαν.
ντοκουΐζου
[dokuˈizu]
Σίλ.
ντοκουdώ
[dokuˈdo]
Σίλ.
Αόρ.
ντοκούτ'σα
[doˈkutsa]
Αραβαν.
Aπό το τουρκ. ρ. dokumak = υφαίνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Υφαίνω
ό.π.τ.
:
Γυό τες ντοκουdούσ̑ι χαλέ, γκετζέμιν τους καλόν ένι
(Οι δυό τους υφαίνουν χαλιά, τα βγάζουν πέρα καλά)
Σίλ.
-Καρίπ.
Σε του ντοκουγίσου ένα χαλí, γούλους κόσμους σε ράκει τα ραχτσ̑ύρια του
(Θα του υφάνω ένα χαλί, όλος ο κόσμος θα δαγκώνει τα δάχτυλά του, ενν. από τη ζήλεια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Οπ’ ’κεί κιανdά σε υπάου χαλí, σε ντοκουΐζου
(Μετά απ' αυτό θα πάω στο χαλί, θα υφαίνω)
Σίλ.
-ΚΜΣ-CD
Nα ήτουν γισμέσ̑' να παίρνισ̑κα τον πατισ̑άχο, να ντοκούτ'σα τουν ένα χαλί
(Αν ήταν γραφτό να έπαιρνα τον βασιλιά, θα ύφαινα ένα χαλί)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ντοκούντσεινι ιστάρι
(Ύφαινε στον αργαλειό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
υφαίνω