ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντοκουντίζω (ρ.) ντοκουντι̂́ζω [dokuʹdɯzo] Αραβαν. ντοκουΐζου [dokuˈizu] Σίλ. ντοκουdώ [dokuˈdo] Σίλ. Αόρ. ντοκούτ'σα [doˈkutsa] Αραβαν. Aπό το τουρκ. ρ. dokumak = υφαίνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Υφαίνω ό.π.τ. : Οπ’ ’κεί κιανdά σε υπάου χαλí, σε ντοκουΐζου (Μετά απ' αυτό θα πάω στο χαλί, θα υφαίνω) Σίλ. -ΚΜΣ-CD Γυό τες ντοκουdούσ̑ι χαλέ, γκετζέμιν τους καλόν ένι (Οι δυό τους υφαίνουν χαλιά, τα βγάζουν πέρα καλά) Σίλ. -Καρίπ. Nα ήτουν γισμέσ̑' να παίρνισ̑κα τον πατισ̑άχο, να ντοκούτ'σα τουν ένα χαλί (Αν ήταν γραφτό να έπαιρνα τον βασιλιά, θα ύφαινα ένα χαλί) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. υφαίνω