χαλί
(ουσ. ουδ.)
χαλί
[xaˈli]
Ποτάμ.
χαλι̂́
[xaˈlɯ]
Ουλαγ., Σίλ.
Πληθ.
χαλίδα
[xaˈliða]
Τσουχούρ.
Από το νεότ. ουσ. χαλί (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. halı.
Χαλί, τάπητας
ό.π.τ.
:
Έστρωσεν το στράτα με χαλιά για να περάσ̑' το παιδί
(Έστρωσε τον δρόμο με χαλιά για να περάσει το παιδί)
Σίλατ.
-Dawk.Song.
'ς τομόν ντο qονάχι σο σον ντo qονάχι χαλίδα να ντο̈σ̑εdίσ'ς
(Από το δικό μου το παλάτι μέχρι το δικό σου το παλάτι να στρώσεις χαλιά)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Σε του ντοκουγίσου ένα χαλι̂́, γούλους κόσμους σε ράκει τα ραχτσ̑ύρια του
(Θα του υφάνω ένα χαλί, όλος ο κόσμος θα γλείφει τα δάχτυλά του)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
|| Παροιμ.
Απομbρό σ' απλών' χαλιά, κι ασ' τ' οπίσ' ανοίσ' το μερμόρι σ'
(Από μπροστά σου απλώνει χαλιά και από πίσω σου ανοίγει το μνήμα σου˙ Για τους υποκριτές)
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Θέκνουν χαλί και κάθουνdαι, μαξιλάρι κοιμούνται
( Στρώνουν χαλί και κάθονται, μαξιλάρι και κοιμούνται )
Ποτάμ.
-Dawk.Song.
Πβ.
κετσές, κιλίμι