ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χαλί (ουσ. ουδ.) χαλί [xaˈli] Ποτάμ. χαλι̂́ [xaˈlɯ] Ουλαγ., Σίλ. Πληθ. χαλίδα [xaˈliða] Τσουχούρ. Από το νεότ. ουσ. χαλί (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. halı.
Χαλί, τάπητας ό.π.τ. : Έστρωσεν το στράτα με χαλιά για να περάσ̑' το παιδί (Έστρωσε τον δρόμο με χαλιά για να περάσει το παιδί) Σίλατ. -Dawk.Song. 'ς τομόν ντο qονάχι σο σον ντo qονάχι χαλίδα να ντο̈σ̑εdίσ'ς (Από το δικό μου το παλάτι μέχρι το δικό σου το παλάτι να στρώσεις χαλιά) Τσουχούρ. -Dawk. Σε του ντοκουγίσου ένα χαλι̂́, γούλους κόσμους σε ράκει τα ραχτσ̑ύρια του (Θα του υφάνω ένα χαλί, όλος ο κόσμος θα γλείφει τα δάχτυλά του) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 || Παροιμ. Απομbρό σ' απλών' χαλιά, κι ασ' τ' οπίσ' ανοίσ' το μερμόρι σ' (Από μπροστά σου απλώνει χαλιά και από πίσω σου ανοίγει το μνήμα σου˙ Για τους υποκριτές) -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Θέκνουν χαλί και κάθουνdαι, μαξιλάρι κοιμούνται ( Στρώνουν χαλί και κάθονται, μαξιλάρι και κοιμούνται ) Ποτάμ. -Dawk.Song. Πβ. κετσές, κιλίμι