χαλκάς
(ουσ. αρσ.)
χαλκά
[xalˈka]
Σεμέντρ.
χαλχάς
[xalˈxas]
Σινασσ., Φάρασ.
χαλχά
[xalˈxa]
Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Φλογ.
Πληθ.
χαλχάδια
[xalˈxaðʝa]
Ανακ., Μαλακ., Τελμ., Φλογ.
χαλχάρια
[xalʹxarʝa]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. χαλκάς = κυκλικό μεταλλικό πλαίσιο (Mackridge 2021: 151), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. halka = α) κρίκος β) κουλούρι.
1. Χαλκάς, κρίκος
ό.π.τ.
:
Φτέν'καμ' κετέζα ατί χαλχάδε
(Φτιάχναμε κουλουράκια (ενν. στρογγυλά) σαν κρίκους )
Φάρασ.
-Ιορδαν.
β.
Βραχιόλι
Ανακ.
:
Ασ̑ημιώνας χαλχάδια
(Ασημένια βραχιόλια
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τι γιαχσικλού χαλχά ήτονε!
(Τι όμορφο βραχιόλι ήταν!
)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
2. Κουλούρι ή κουλουράκι
Αραβαν., Μαλακ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
:
Απ' τη Μαλακοπιά όντας έφυγαμιστι πήραμε από τρία τσ̑ουβάλια χαλχάδια για το στράτα
(Όταν φύγαμε από την Μαλακοπή πήραμε από τρία τσουβάλια κουλούρια για το δρόμο)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
β.
Η τρύπα του κουλουριού
Δίλ.
:
Ζυμώνουμ’ ένα κουλούρ’ και ασ’ σο χαλχά μέσα πέρναναμ’ το φσ̑άχ’
(Ζυμώνουμε ένα κουλούρι κι από την τρύπα μέσα περνάγαμε το μωρό· πρόληψη αν δεν μεγαλώνει
)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
3. Ασημένιο στεφάνι που το περνούσαν στον λαιμό του γαμπρού την μέρα του γάμου πριν την τελετή
Ποτάμ.
β.
Ασημένιο στεφάνι που θεωρούταν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητας και φυλασσόταν στην εκκλησία, το οπ. περνούσαν στον λαιμό αρρώστων για πραγματοποίηση τάματος
Ποτάμ., Φλογ.
:
Κοιμήθα σ' Άγι-Ανάργια και έβαλα μ' ένα τ͑οκά, ένα χαλχά σο λαιμό
(Κοιμήθηκε μέσα στο ναό των Αγ. Αναργύρων, και μου έβαλαν έναν κύκλο, ένα στεφάνι στον λαιμό
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812