κετσές
(ουσ. αρσ.)
κετσές
[ceˈtses]
Φάρασ.
κετσ̑ές
[ceˈtʃes]
Ανακ.
κ͑ετ͑σ̑ές
[kʰeˈtʰʃes]
Φάρασ.
κ͑α̈τ͑σ̑α̈́ς
[kʰæˈtʰʃæs]
Αφσάρ.
κετσέ
[ceˈtse]
Μαλακ., Τελμ.
κεdζ̑έ
[ceˈdʒe]
Αξ.
κιατσ̑ά
[caˈtʃa]
Μισθ.
κατσάς
[kaˈtsas]
Σινασσ., Φάρασ.
Πληθ.
κετσέδια
[ceˈtseðʝa]
Μαλακ.
κ͑ετσέια
[kʰeˈtseia]
Μισθ., Τσαρικ.
κιατσέια
[caˈtseia]
Μισθ.
κιατσ̑άα
[caˈtʃaa]
Μισθ., Τσαρικ.
κατσάδια
[kaˈtsaðʝa]
Ποτάμ.
κ͑ατσάδες
[kʰaˈtsaðes]
Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. keçe, πβ. και αρμεν. gac (կաճ) (Nişanyan 2002-2022). Η λέξη πιθ. αντιδάν. από το μεταγν. ουσ. κασῆς = είδος τσόχινου υφάσματος ως υπόστρωμα σέλλας, πβ. Αγαθαρχ. 20.6 «στολὰς γὰρ αὐτοῖς τε καὶ τοῖς ἵπποις ἀνέδωκε πιλητὰς, ἃς οἱ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην προσαγορεύουσι κασᾶς, ὥστε πᾶν κρύπτειν τὸ σῶμα πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν» και μεσν. ουσ. κάσσος, πβ. Ἡσύχ. Κ 985 «κάσσον· ἱμάτιον, παχὺ καὶ τραχὺ περιβόλαιον».
1. Kετσές, πίλημα, χοντρό ύφασμα από πεπιεσμένο και χτυπημένο μαλλί
ό.π.τ.
:
Πατέρα σ' Γαραλάμης μποίκι καθόλου κα̈τσ̑άα, ούτσα σάνιξιν;
(Ο πατέρας σου ο Χαραλάμπης έφτιαχνε καθόλου κετσέδες, έκανε έτσι κι αυτός;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σάνιξαν κετσ̑έ, ντου μελό τ'νι σου κλέψιμο ήδουν ρε· χέσου δου όνομα τ', ούλα τ'νι κλέβιξαν
(Έφτιαχναν κετσέ, το μυαλό τους στο κλέψιμο ήταν ρε· να χέσω τ' όνομά τους, όλοι τους έκλεβαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Συνεκδοχ., μάλλινο χαλί
Μισθ., Τσαρικ.
:
Ιτούρα α τετρακόσια οκάδις μαλλί, μόνου ιτούρα, πένdι κάπις τσι τρία κ͑ετσέια να γενούν
(Αυτές εδώ οι τετρακόσιες οκάδες μαλλί, μόνο αυτές, θα γίνουν πέντε κάπες και τρία μάλλινα χαλιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Βαβά μ' σ̑άνισκι τσι κάπις, α, σ̑άνισκι κιατσέια
(Ο μπαμπάς μου έφτιαχνε τις κάπες, α, έφτιαχνε κετσέδια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πβ.
κιλίμι, χαλί
β.
Συνεκδοχ., μάλλινο πάπλωμα
Φάρασ.