κετσέρι
(ουσ. ουδ.)
κετσέρ'
[keʹtser]
Φλογ.
Από το τουρκ. επίθ. geçer (< ρ. geçmek = περνώ) = α) τρέχων, συνήθης, κοινός β) γενικώς αποδεκτός γ) αυτός μέσα από τον οποίο κανείς περνά, διαβατικός δ) για βαθμούς, επαρκής για να περάσει κανείς.
Kρυφό πέρασμα σε τοίχο (επισοβατισμένο, κρυμμένο πίσω από έπιπλα) για διαφυγή σε περίπτωση κινδύνου, με διέξοδο προς τα υπόγεια καταφύγια
:
Κειότουν κετσέρια, τα σοφάταναν και νιγούτανε πελεσ̑ούς
(Υπήρχαν κρυφά περάσματα, τα σοβάτιζαν και δεν διακρίνονταν)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191