ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεσκινετίζω (ρ.) Αόρ. κεσκινα̈́τ’σα [cesciˈnætsa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. keskin etmek = κάνω κάτι οξύ. Πβ. κεσκίνι
Ακονίζω, οξύνω : Ήφαρεν ντο ιφλάχι, κεσκινα̈́τ’σεν ντα (Έφερε το μαχαίρι, το ακόνισε) Φάρασ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 25/10/2024