κεσκινετίζω
(ρ.)
Αόρ.
κεσκινα̈́τ’σα
[cesciˈnætsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. keskin etmek = κάνω κάτι οξύ.
Πβ.
κεσκίνι
Ακονίζω, οξύνω
:
Ήφαρεν ντο ιφλάχι, κεσκινα̈́τ’σεν ντα
(Έφερε το μαχαίρι, το ακόνισε)
Φάρασ.
-Dawk.