ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερτισένι (ουσ. ουδ.) κ͑ερτισ̑έν [kʰertiˈʃen] Μισθ. κερτισ̑έ [certiˈʃe] Φλογ. κερτισένε [certiˈsene] Φλογ. κ͑ιαρτισάν [kʰartiˈʃan] Μισθ. Αρσ. κερτισ̑ένους [certiˈʃenus] Μαλακ. Πληθ. κερτισ̑ένια [certiˈʃeɲa] Μαλακ. κ͑ερτισ̑έδια [kʰertiˈʃeðʝa] Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kertiş, kertişkene = μικρή σαύρα, απώτερα αρμεν. προελεύσεως (Eren 2020, λ. kertiş).
Μικρή πράσινη σαύρα ό.π.τ. : Από τα γίβγια βγαίνισκαν τα κ͑ερτισ̑έν (Από τις τρύπες ανάμεσα στις πέτρες έβγαιναν οι σαύρες) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Πβ. αλιμόπα, μαραμουδιά, τζεμρές, χωλοσαύρα