κερόραμμα
(ουσ. ουδ.)
κερόραμμα
[ceˈrorama]
Αξ.
Από τα ουσ. κερί και ράμμα.
Βαμβακερή κλωστή που χρησιμεύει ως φιτίλι κεριού
Συνών.
κεροστούπι, φιτίλι :1