κερκιλέτημα
(ουσ. ουδ.)
κερκιλέτημα
[cerciˈletima]
Φάρασ.
κα̈ρκιλα̈́τημα
[cærciˈlætima]
Αφσάρ.
Από το ρ. κερκιλετίζω, όπου και τύπ. κα̈ρκιλα̈τίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τέντωμα
ό.π.τ.