κερέκ
(σύνδ.)
κερέκ͑
[ceˈrekʰ]
Φάρασ.
κα̈ρα̈́κ͑
[kæˈrækʰ]
Αφσάρ.
Από τον τουρκ. σύνδ. gerek = εάν, είτε, όπου και διαλεκτ. τύπ. kerek (THADS, λ. kerek IV).
1. Ως υποθετ. σύνδ., εφόσον
ό.π.τ.
2. Ως διαχωριστικός σύνδ., είτε
ό.π.τ.
:
Αρέ τζ̑άπου 'α ναύρετε α σ̑τζ̑υλί, κερέκ μέγα, κερέκ μιτσίκκο, δώσετε δώσετε, σκοτώσετέ τα
(Τώρα όπου βρείτε ένα σκυλί, είτε μεγάλο, είτε μικρό, χτυπήστε, χτυπήστε, σκοτώστε το)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Συνών.
γιαχούτ, γιόξα
Τροποποιήθηκε: 27/01/2025