κερέκ
(σύνδ.)
κερέκ͑
[ceˈrekʰ]
Φάρασ.
κα̈ρα̈́κ͑
[kæˈrækʰ]
Αφσάρ.
Από τον τουρκ. σύνδ. gerek = εάν, είτε, όπου και διαλεκτ. τύπ. kerek (THADS, λ. kerek IV).
2. Ως υποθετ. σύνδ., εφόσον
ό.π.τ.