ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερέκ (σύνδ.) κερέκ͑ [ceˈrekʰ] Φάρασ. κα̈ρα̈́κ͑ [kæˈrækʰ] Αφσάρ. Από τον τουρκ. σύνδ. gerek = εάν, είτε, όπου και διαλεκτ. τύπ. kerek (THADS, λ. kerek IV).
1. Ως διαχωριστικός σύνδ., είτε ό.π.τ. : Αρέ τζ̑άπου 'α ναύρετε α σ̑τζ̑υλί, κερέκ μέγα, κερέκ μιτσίκκο, δώσετε δώσετε, σκοτώσετέ τα (Τώρα όπου βρείτε ένα σκυλί, είτε μεγάλο, είτε μικρό, χτυπήστε, χτυπήστε, σκοτώστε το) Φάρασ. -Dawk.Boy Συνών. γιαχούτ, γιόξα
2. Ως υποθετ. σύνδ., εφόσον ό.π.τ.