κερδίζω
(ρ.)
κερδίζω
[cerˈðizo]
Ανακ.
κερντίζου
[cerˈdizu]
Μισθ.
τσ̑ερτίζω
[tʃerˈtizo]
Φάρασ.
κερδώ
[cerˈðo]
Τελμ.
Παρατατ.
κέρντεινα
[ˈcerdina]
Μαλακ.
Αόρ.
κέρσα
[ˈcersa]
Μισθ.
τσ̑έρντισα
[ˈtʃerdisa]
Φάρασ.
τσ̑έρτισα
[ˈtʃertisa]
Μισθ.
Από το μεσν. ρ. κερδίζω.
1. Κερδίζω
ό.π.τ.
:
Τσ̑έρτισαν πουά παράδε τζ̑αι μάλα̈
(Κέρδισαν πολλά χρήματα και πλούτη)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Ετός κόσμος ακέρδετο, ας το κερδίσουν τ’ άια
(Αυτός ο κόσμος δεν κερδίζεται, ας τον κερδίσουν οι άγιοι˙ για την ματαιότητα των υλικών αγαθών)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Νά ’χα τα πένdε μ’ αδέλφια, να κέρντειναν τον κόσμο
και το κόσμος ακέρντητος και ποιος να το κερντήνει·
ας το κερντήνουν τα βουϊνά, κι ας το κερντήνουν γι άλλοι
(Να 'χα τα πέντ' αδέλφια μου, να κέρδιζαν τον κόσμοκι ο κόσμος είν' ακέρδητος και ποιος να τον κερδίσει·
ας το κερδίσουν τα βουνά, ας τον κερδίσουν οι άλλοι) Μαλακ. -Νίγδελ.Λ.
και το κόσμος ακέρντητος και ποιος να το κερντήνει·
ας το κερντήνουν τα βουϊνά, κι ας το κερντήνουν γι άλλοι
(Να 'χα τα πέντ' αδέλφια μου, να κέρδιζαν τον κόσμοκι ο κόσμος είν' ακέρδητος και ποιος να τον κερδίσει·
ας το κερδίσουν τα βουνά, ας τον κερδίσουν οι άλλοι) Μαλακ. -Νίγδελ.Λ.
2. Κερδίζω, νικώ
ό.π.τ.
:
Κέρ'σα ντου σα χαρτιά
(Tον κέρδισα στα χαρτιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ατέ το μουχαρεbέ τσ̑έρντισές τα σύ
(Αυτή τη μάχη την κέρδισες εσύ)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
κυριώνω