κερεστές
(ουσ. αρσ.)
κ͑ερεστές
[kʰereˈstes]
Φάρασ., Φκόσ.
κ͑α̈ρα̈στα̈́ς
[kʰæraˈstæs]
Αφσάρ.
Νεότ. ουσ. κερεστές, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kereste = ξυλεία.
Ξυλεία προς χρήση σε οικοδομή
ό.π.τ.