ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κερεστές (ουσ. αρσ.) κ͑ερεστές [kʰereˈstes] Φάρασ., Φκόσ. κ͑α̈ρα̈στα̈́ς [kʰæraˈstæs] Αφσάρ. Νεότ. ουσ. κερεστές, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kereste = ξυλεία.
Ξυλεία προς χρήση σε οικοδομή ό.π.τ.