κεσές
(ουσ. αρσ.)
κ͑εσές
[kʰeˈses]
Μισθ., Ποτάμ., Φάρασ., Φλογ.
κ͑α̈σα̈́ς
[kʰæˈsæs]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
κ͑εσέ
[kʰeˈse]
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
Πληθ.
κεσέδε
[keˈseðe]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. κεσές = πουγγί (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kese = α) σακκούλα β) πουγγί γ) θήκη.
1. Πουγγί
ό.π.τ.
:
Πέφνει ένα κεσέ λίρις
(Έπεσε ένα πουγγί με λίρες)
Μαλακ.
-Dawk.
Μεριάς κεσέ
(Χωριστό πουγγί)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Φρ.
Ένα κεσέ
(Ένα πουγγί˙ 250 γρόσια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Τα παράδε σου μέτρα τα σιφτάχ̇ι τσ̑αι 'στέρου έμbάσ' τα 'σον γκεσέ σου
(Τα χρήματά σου μέτρα τα πρώτα και μετά βάλε τα στο πουγγί σου˙ χρειάζεται προσοχή τόσο στις συναλλαγές μας όσο και στις σχέσεις μας με τους άλλους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
πουγγί
β.
Δερμάτινο πορτοφόλι
Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ.
2. Μικρή σακκούλα
Μαλακ., Μισθ.
:
|| Φρ.
κ͑εσέ γιοούρ
(Γιαούρτι σακκούλας˙ στραγγισμένο γιαούρτι)
β.
Μικρό δοχείο
Ποτάμ.
3. Μικρή κασέλα
Φλογ.
:
Γιομών' 'ς ένα κεσέ κάλα πολλά μαgίρια
(Γεμίζει σε ένα κασελάκι πάρα πολλά μικρά κέρματα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361