ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεσές (ουσ. αρσ.) κ͑εσές [kʰeˈses] Μισθ., Ποτάμ., Φάρασ., Φλογ. κ͑α̈σα̈́ς [kʰæˈsæs] Αφσάρ., Τσουχούρ. κ͑εσέ [kʰeˈse] Αξ., Μαλακ., Μισθ. Πληθ. κεσέδε [keˈseðe] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. κεσές = πουγγί (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kese = α) σακκούλα β) πουγγί γ) θήκη.
1. Πουγγί ό.π.τ. : Πέφνει ένα κεσέ λίρις (Έπεσε ένα πουγγί με λίρες) Μαλακ. -Dawk. Μεριάς κεσέ (Χωριστό πουγγί) Αξ. -Μαυροχ. || Φρ. Ένα κεσέ (Ένα πουγγί˙ 250 γρόσια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Τα παράδε σου μέτρα τα σιφτάχ̇ι τσ̑αι 'στέρου έμbάσ' τα 'σον γκεσέ σου (Τα χρήματά σου μέτρα τα πρώτα και μετά βάλε τα στο πουγγί σου˙ χρειάζεται προσοχή τόσο στις συναλλαγές μας όσο και στις σχέσεις μας με τους άλλους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. πουγγί
β. Δερμάτινο πορτοφόλι Αφσάρ., Μισθ., Φάρασ.
2. Μικρή σακκούλα Μαλακ., Μισθ. : || Φρ. κ͑εσέ γιοούρ (Γιαούρτι σακκούλας˙ στραγγισμένο γιαούρτι)
β. Μικρό δοχείο Ποτάμ.
3. Μικρή κασέλα Φλογ. : Γιομών' 'ς ένα κεσέ κάλα πολλά μαgίρια (Γεμίζει σε ένα κασελάκι πάρα πολλά μικρά κέρματα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361