κεφαλιά
(ουσ. θηλ.)
τσ̑ουφαλα̈́
[tʃufaˈlæ]
Φάρασ.
τζ̑oυφαλέ
[dʒufaʹle]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. κεφαλιά = κεφάλι, το οπ. από το ουσ. κεφάλι και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
1. Πηγή ποταμού
Συνών.
ποδαριά
2. Επικεφαλής, αρχή, αρχηγός