κεφινιάζω
(ρ.)
κ͑αφινιάζω
[kʰafiˈɲazo]
Ανακ., Ποτάμ.
Aπό το ουσ. κεφίνι και το παραγωγ. επίθμ. -άζω. Πβ. τουρκ. kefenlemek.
Σαβανώνω
ό.π.τ.
:
Βρεχηστάτε το τάδενα ναίκα να το κ͑αφινιάσ’
(Φωνάξτε την τάδε γυναίκα να τον σαβανώσει)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326