ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κεφλετίζω (ρ.) κεφλετίζω [cefleˈtizo] Μαλακ. γκιαφλαΐζου [ɟaflaˈizu] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. kehilemek, kehlemek = λαχανιάζω (THADS, λ. kehilemek, kehlemek) με ανομοιωτ. τροπή [x] > [f].
Λαχανιάζω, ασθμαίνω ό.π.τ. : Γκιαφλάτσ̑α ους να έρτου (Λαχάνιασα έως ότου να έρθω) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. σουλουτίζω