κεφλετίζω
(ρ.)
κεφλετίζω
[cefleˈtizo]
Μαλακ.
γκιαφλαΐζου
[ɟaflaˈizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. kehilemek, kehlemek = λαχανιάζω (THADS, λ. kehilemek, kehlemek) με ανομοιωτ. τροπή [x] > [f].
Λαχανιάζω, ασθμαίνω
ό.π.τ.
:
Γκιαφλάτσ̑α ους να έρτου
(Λαχάνιασα έως ότου να έρθω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
σουλουτίζω