ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουλουτίζω (ρ.) σολουτίζω [soluˈtizo] Φάρασ. σουλουΐζου [suluˈizu] Μισθ. Αόρ. σουλούτσα [su'lutsa] Φάρασ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. solumak= α) ασθμαίνω, αναπνέω β) λαχανιάζω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω ή από το τουρκ. ρ. sızlanmak = αγκομαχώ.
Ανασαίνω βαριά, αγκομαχώ ό.π.τ. Συνών. κεφλετίζω