σουλμουροθἀλι
(ουσ. ουδ.)
σ̑ουλμουροθἀλι
[ʃulmuroˈθali]
Φάρασ.
Από τα ουσ. χειρομύλι, όπου και τύπ. σουλμούρι, και λιθάρι, όπου και τύπ. θάλι.
Μυλόπετρα για τον χειροκίνητο μύλο
Φάρασ.