σουνάρ
(επίθ.)
σουν̥άρ
[suˈŋar]
Αξ.
Από το παλαιότ. τουρκ. sınar (< sıŋar, βλ. Tietze 2019: λ. sıŋar) = α) για ζώο, που αναγνωρίζει από την οσμή άλλο του ίδιου είδους και το κάνει φίλο β) διαλεκτ., παρόμοιος, συγγενής.
Ομοϊδεάτης
Αξ.