σουλούκι
(ουσ. ουδ.)
σουλούκι
[su'luci]
Φάρασ.
σ̑ουλούκ'
[ʃuˈluk]
Φλογ.
σουλούτσ’
[su'luts]
Μισθ.
σιλίκ'
[si'lik]
Τροχ.
Πληθ.
σουλούκια
[su'luca]
Ανακ.
φσιλίκια
[fsi'lica]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. sülük = βδέλλα. Ο τύπ. φσιλίκια με αρκτ. [f] πιθ. με επίδρ. του ουσ. βδέλλα.
Βδέλλα
ό.π.τ.
:
Σουρπούντσις απάνου μ' 'αν ντου σουλούτσ'
(κόλλησες επάνω μου σαν την βδέλλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το σιλίκ τρώισκεν το σώμα τ’
(Η βδέλλα έτρωγε το σώμα του)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
|| Φρ.
Μαγιού σουλούκια
(Βδέλλες του Μαΐου˙ oι βδέλλες που έφερναν οι Τούρκοι τον Μάιο και τις αντάλλασσαν με δημητριακά ή φρούτα, και είχαν θεραπευτικές ιδιότητες κατά του πονοκέφαλου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
βδέλλα, γιαφσάκος
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025