σουλούκι
(ουσ. ουδ.)
σουλούκι
[su'luci]
Φάρασ.
σ̑ουλούκ'
[ʃuˈluk]
Φλογ.
σουλούτσ’
[su'luts]
Μισθ.
σιλίκ
[sι'lik]
Τροχ.
σουλούκια
[su'luca]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. sülük = βδέλλα.
Βδέλλα
ό.π.τ.
:
Σουρπούντσις απάνου μ' 'αν ντου σουλούτσ'
(κόλλησες επάνω μου σαν την βδέλλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το σιλίκ τρώισκεν το σώμα τ’
(Η βδέλλα έτρωγε το σώμα του)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
|| Φρ.
Μαγιού σουλούκια
(Βδέλλες του Μαΐου˙ Οι βδέλλες που έφερναν οι Τούρκοι τον Μάιο και τις αντάλλασσαν με δημητριακά ή φρούτα, και είχαν θεραπευτικές ιδιότητες κατά του πονοκέφαλου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.