σουζουρτίζω
(ρ.)
Αόρ.
σουζούρσα
[suˈzursa]
Μισθ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. sızdırmak = διαρρέω, λιώνω, όπου και διαλεκτ. τύπ. sızırmak, sızurmak (TSS, λ. sızırmak).
Για άρρωστο, λιώνω από ασθένεια, κοντεύω να πεθάνω