σουζκέτς
(ουσ. ουδ.)
σϋζκέτς̑
[syzˈcetʃ]
Μαλακ.
σουζκα̈́τσ̑ι
[suˈzkætʃi]
Φάρασ.
σιουζιάτς
[sʝuˈzʝats]
Μισθ.
Από το τουρκ. süzgeç = στραγγιστήρι.
Στραγγιστήρι
ό.π.τ.