σουζέκημα
(ουσ. ουδ.)
σουζέκ'μα
[suˈzekma]
Φάρασ.
Από το θ. σουζεκ- του αμάρτ. ρ. σουζεκίζω (< σουζέκι -ίζω) και το παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα.
Στράγγισμα
Φάρασ.