σουμέκι
(ουσ. ουδ.)
σϋμέτσ'
[syˈmets]
Μισθ.
σο̈μέτσ'
[søˈmets]
Μισθ.
σουμάχ'
[suˈmax]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sümek, όπου και τύπ. sümeh = καθαρισμένη, χτενισμένη μπάλα μαλλιού για κλώση (Eren 1999, λ. sümek). Εσφαλμένη η ετυμολόγηση του Κωστάκη (1977: 112) από τουρκ. sumeç.
1. Καλής ποιότητας νήμα που έγνεθαν στο αδράχτι
Μισθ.
2. Εν γένει τουλούπα μαλλιού
Μισθ., Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025