σουπελού
(επίθ.)
σ̑ουπελού
[ʃupeˈlu]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. şüpheli = ύποπτος, όπου και παλ. τουρκ. τύπ. şübhelü (Tietze 2019: λ. şüpheli).
1. Ύποπτος
Μαλακ.
2. Αμφίβολος
Μαλακ.