σουράτι
(ουσ. ουδ.)
σουράτ͑ι
[suˈratʰi]
Φάρασ.
σουράτ'
[suˈrat]
Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
σουράτσι
[suˈratsi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. surat = πρόσωπο.
1. Εικόνα, πρόσωπο ή μορφή σε ζωγραφιά
ό.π.τ.
:
Ήγρεψέν ντα κι έν α σουράτι
(Είδε ότι είναι μία εικόνα)
Φάρασ.
-Dawk.
Όσα ντε ξεύρισκαν γράμμαδα παίριξάν ντου ντιαφτάρ' τσι ράναναν σουράτια
(όσοι δεν γνώριζαν γράμματα έπαιρναν ένα βιβλίο και βλέπανε τις εικόνες του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
β.
Καθρέφτισμα μορφής στο νερό
Φλογ.
:
Παίν' πέιογλους, σα λακκιά μέσα τρανά κάτω ένα σουράτ' όλιον πιο όμορφο
(Πηγαίνει ο γιος του μπέη, μέσα στις γούρνες βλέπει να καθρεφτίζεται μιά μορφή πιο όμορφη από τον ήλιο
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Δυσαρέσκεια, «μούτρα»
Σίλ.
:
Τσο τ’ είναι βαβά σας σουράτσι;
(Γιατί έχει ο πατέρας σας τέτοια μούτρα;)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5