ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σουράτι (ουσ. ουδ.) σουράτ͑ι [suˈratʰi] Φάρασ. σουράτ' [suˈrat] Μισθ., Σινασσ., Φλογ. σουράτσι [suˈratsi] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. surat = πρόσωπο.
1. Εικόνα, πρόσωπο ή μορφή σε ζωγραφιά ό.π.τ. : Ήγρεψέν ντα κι έν α σουράτι (Είδε ότι είναι μία εικόνα) Φάρασ. -Dawk. Όσα ντε ξεύρισκαν γράμμαδα παίριξάν ντου ντιαφτάρ' τσι ράναναν σουράτια (όσοι δεν γνώριζαν γράμματα έπαιρναν ένα βιβλίο και βλέπανε τις εικόνες του) Μισθ. -Κοτσαν.
β. Καθρέφτισμα μορφής στο νερό Φλογ. : Παίν' πέιογλους, σα λακκιά μέσα τρανά κάτω ένα σουράτ' όλιον πιο όμορφο (Πηγαίνει ο γιος του μπέη, μέσα στις γούρνες βλέπει να καθρεφτίζεται μιά μορφή πιο όμορφη από τον ήλιο ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Δυσαρέσκεια, «μούτρα» Σίλ. : Τσο τ’ είναι βαβά σας σουράτσι; (Γιατί έχει ο πατέρας σας τέτοια μούτρα;) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5